- περιφαίνω
- Α1. επιδεικνύω, εμφανίζω γύρω γύρω2. μέσ. περιφαίνομαια) φαίνομαι από παντού, είμαι περίοπτοςβ) λάμπω από παντού, είμαι ολόλαμπρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίφασις — άσεως, ἡ, Α [περιφαίνω] η περιφάνεια*, η ολοκάθαρη θέα … Dictionary of Greek
περιφανής — ές, ΝΜΑ [περιφαίνω] επιφανής, ένδοξος, ξακουστός (α. «περιφανής νίκη» β. «γένει τε καὶ πλούτῳ περιφανής», Ευσ.) αρχ. 1. αυτός που φαίνεται από παντού, ο περίοπτος («πόλιν... περιφανῆ ἐς θάλασσάν τε καὶ τὴν ἤπειρον ᾦκισεν», Θουκ.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek